- βαρυκίνητος
- -η, -οαυτός που κινείται δύσκολα, βαριά, ο δυσκίνητος, ο νωθρός: Το σώμα του είναι πολύ βαρυκίνητο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
βαρυκίνητος — και βαριοκίνητος, η, ο 1. αυτός που κινείται δύσκολα, ο βραδυκίνητος 2. εκείνος που μπορεί να μετατοπιστεί με δυσκολία … Dictionary of Greek
βαρυ- — α συνθετικό λέξεων, κατά κύριο λόγο επιθέτων, της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγικότητα. Τα σύνθετα με το βαρυ εμφανίζονται με τις ακόλουθες σημασίες: Την κυριολεκτική σημασία του επιθέτου βαρύς («αυτός που έχει βάρος … Dictionary of Greek